-
1 παρακάλυμμα
2 metaph., veil, cloak,τῶν κακῶν Antiph.167
;ἀφεγγὲς λήθης π. LXX Wi.17.3
;γήρᾳ π. τοῦ χρόνου ποιούμενος J.AJ16.8.1
;π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Plu.2.654d
; excuse, pretext,τῇ λύρᾳ π. χρώμενος Id.Per.4
;ἐχρήσατο τῆς ἀπορίας -καλύμματι Id.2.27e
, cf. Ph.2.186.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακάλυμμα
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский